- συμβατότητα
- η1. η δυνατότητα σύνδεσης μιας συσκευής ή εξαρτήματός της με άλλη: Η συμβατότητα αυτού του υπολογιστή είναι πολύ μεγάλη.2. η ένωση και αφομοίωση ενός υγρού ή άλλου υλικού με κάποιο άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.